- φαβιανός
- -ή, -όαυτός που ακολουθεί την τακτική του Ρωμαίου ύπατου Κόιντου Φάβιου Μάξιμου, ο συντηρητικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαβιανός — ή, ό, Ν 1. μέλος τής Φαβιανής Εταιρείας, η οποία ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1883 με στόχο την εγκαθίδρυση δημοκρατικού σοσιαλιστικού καθεστώτος στη Μεγάλη Βρετανία και τάσσεται υπέρ τής σταδιακής μετάβασης στον σοσιαλισμό, απορρίπτοντας την ταξική… … Dictionary of Greek
σοσιαλισμός — Σε ευρύτατη έννοια περιλαμβάνει κάθε σύστημα στο οποίο υπερισχύουν οι απαιτήσεις της κοινωνίας σε αντίθεση προς τις ατομιστικές τάσεις, που χαρακτηρίζουν το φιλελευθερισμό. Σε στενότερη όμως έννοια ταυτίζεται με το μαρξισμό, ενώ ανάλογες σχέσεις… … Dictionary of Greek
φαβιανισμός — ο, Ν μεταρρυθμιστικός σοσιαλισμός τών φαβιανών, τής Φαβιανής Εταιρείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fabianism < fabian (βλ. φαβιανός) + κατάλ. ism] … Dictionary of Greek